- φοβλερίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγγανίου, τού ψευδαργύρου, τού σιδήρου και τού ασβεστίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fowlerite, από το όν. τού Αμερικανού φυσικού και μεταλλειολόγου Samuel Fowler].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.